Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, είναι αναμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ιστορίας της οικονομικής επιστήμης. Με το κλασικό πλέον έργο του «The General Theory of Employment, Interest and Money» (1936) εισήγαγε μια επανάσταση στα οικονομικά καθώς και μια σχολή σκέψης η οποία, καθ' ότι βασίζεται στις θεωρίες του, ονομάστηκε«κεϊνσιανισμός».
Ο Κέινς γεννήθηκε το 1883 και μεγάλωσε στους κύκλους της ακαδημαϊκής και οικονομικής ελίτ της εποχής του. Φυσικό επακόλουθο ήταν να φοιτήσει στα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αγγλίας, το Ιτον και το Κέιμπριτζ. Εκεί ο προικισμένος νεαρός αρίστευσε τόσο στον τομέα των μαθηματικών και οικονομικών όσο και στις κλασικές σπουδές του. Η παραμονή του στο Κέιμπριτζ τον έφερε κοντά σε έναν σημαντικό κύκλο συγγραφέων και καλλιτεχνών, την ομάδα Bloomsbury, με μέλη όπως ο Λέοναρντ και η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Λίτον Στράσεϊ και ο Κλάιβ Μπελ, άνθρωποι που θα αποτελέσουν, σύμφωνα με τον ίδιο, «τη ζωή του εκτός των οικονομικών».
Γιατί χωρίς υπερβολή η ζωή του Κέινς ήταν η επιστήμη του. Υστερα από ένα σύντομο αλλά χρήσιμο από άποψη εμπειριών διάλειμμα ως κρατικός υπάλληλος, επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ως καθηγητής Οικονομικών. Παράλληλα, από το 1914 ως το 1918 συνεργαζόταν ως σύμβουλος με το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών για την προσπάθεια χρηματοδότησης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα εξαιρετικά αποτελέσματα της δουλειάς του τον οδήγησαν στη διάσκεψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών ως οικονομικό σύμβουλο του βρετανού πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ.
Αγανακτισμένος από τις υπερβολικές πολεμικές αποζημιώσεις που επιβλήθηκαν στην ηττημένη Γερμανία, ο Κέινς παραιτείται από τη θέση του. Επιστρέφει στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα και παραθέτει τις απόψεις του για τη συνθήκη γράφοντας το «The Economic Consequences of the Peace» (1919), έργο που τον κάνει διάσημο σχεδόν αμέσως.
Η πένα του θα συνεχίσει το έργο της ακούραστη. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης των δεκαετιών που ακολουθούν γίνεται επικριτικός απέναντι στη συντηρητική οικονομική πολιτική των βρετανικών κυβερνήσεων, στην οποία, όπως υποστηρίζει, οφείλονται όλα τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Τότε ήταν που ανέπτυξε μια καινούργια θεωρία προσδιορισμού του εισοδήματος και έγραψε τα δύο μεγάλα του έργα, το «Treatise on Money» (1930) και το επαναστατικό «The General Theory of Employment, Interest and Money» (1936). Σε αυτά υποστήριζε ότι η πλήρης απασχόληση δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση, ανέπτυσσε μια νέα θεωρία σχετικά με τα επιτόκια και πολεμούσε την άποψη του υπουργείου Οικονομικών ότι το πρόβλημα της ανεργίας ήταν ανεπίλυτο. Η ανεργία, απέδειξε ο Κέινς, οφειλόταν στη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών. Οι κυβερνήσεις μπορούσαν ρυθμίζοντας τα δικά τους έξοδα να υπερνικήσουν αυτή την ατέλεια. Επίσης ο Κέινς υποστήριξε ότι ο ασκούμενος έλεγχος στις πιστώσεις και στα επιτόκια επηρέαζε τις επενδύσεις. Η μάστιγα της ανεργίας μπορούσε να εξολοθρευθεί με φωτισμένες χρηματοοικονομικές και φορολογικές πολιτικές.
Η υγεία του Κέινς άρχισε να κλονίζεται προς τα τέλη της δεκαετίας του '30 με αποκορύφωμα μια σοβαρή καρδιακή προσβολή το 1937, η οποία τον κράτησε σχεδόν για δύο χρόνια μακριά από όλα τα καθήκοντά του. Παρ' όλα αυτά, δίχως να έχει ακόμη αναρρώσει πλήρως, μόλις ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος επέστρεψε στην έδρα του στο Κέιμπριτζ, έγραψε τρία πολύ σημαντικά άρθρα σχετικά με τα οικονομικά του πολέμου με τίτλο «How to Pay for the War» και παράλληλα προσέφερε στο υπουργείο Οικονομικών ως σύμβουλος.
Προς το τέλος του πολέμου ο Κέινς έστρεψε την προσοχή του στον σχεδιασμό διεθνών οικονομικών ιδρυμάτων με σκοπό τον περιορισμό των οικονομικών δυσκολιών που αναπόφευκτα θα ακολουθούσαν. Επαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη Διάσκεψη Bretton Woods το 1944, στην οποία δημιουργήθηκαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, ιδρύματα εν τούτοις τα οποία φέρουν εντονότερη τη σφραγίδα των ορθόδοξων θεωριών του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ παρά αυτή των αντίστοιχων του Κέινς.
Η επιρροή του σημαντικού αυτού ανθρώπου στην επιστήμη των Οικονομικών ήταν τόσο μεγάλη ώστε η τριαντάχρονη αλματώδης ανάπτυξη του δυτικού κόσμου (σχηματικά, από το 1945 ως το 1975) ονομάστηκε «Εποχή του Κέινς».
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς πέθανε ως Λόρδος Κέινς του Τίλτον το 1946.